ἐμπλέκω

ἐμπλέκω
ἐμπλέκ-ω, [dialect] Ep. [full] ἐνιπλέκω, [tense] pf.
A

ἐμπέπλεχα Hp. Oss. 17

,

ἐμπέπλεκα Call.Iamb.1.352

, v.l. in Hp.l.c.: [tense] fut. [voice] Pass.

ἐμπλᾰκήσομαι LXXPr.28.18

:—plait or weave in, entwine, χεῖρα ἐ. entwine one's hand in another's clothes, so as to hold him, E.Or.262; εἰς ἀρκυστάταν μηχανὰν ἐμπλέκειν παῖδα ib. 1421 (lyr.); τῇ καλλίστῃ τέχνῃ τοὔνομα ἐ. connect the name with . ., Pl.Phdr.244c;

ποιηταὶ τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες Id.Lg.669d

;

ἐ. τὴν ἡδονὴν εἰς τὴν εὐδαιμονίαν Arist.EN1153b15

; ποίῃ ἐνιπλέξω σε (sc. ἀοιδῇ); Call.Del.29;

ἐ. τινὰ εἰς φιλίαν τινός Plb.27.7.11

:—[voice] Pass., to be entangled in a thing,

πλεκταῖσιν αἰώραισιν ἐμπεπλεγμένην S.OT1264

;

ἡνίαισιν ἐμπλακείς E.Hipp.1236

;

ἐν δεσμοῖσιν ἐμπεπλεγμένη Ar.Th.1032

;

εἰς δίκτυον ἄτης ἐμπλεχθήσεσθε A.Pr.1079

: metaph., to be involved, ἐν πόνοις, ἐν κακοῖς ἐμπλακῆναι, Pl.Lg.814e, Isoc.8.112;

εἰς ἀσχολίας βαθυτέρας τῶν ἐγκυκλίων Epicur.Ep.1p.35U.

;

εἰς τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν Plb.1.17.3

; form a connexion with,

ἔθνει Id.24.6.1

;

γυναικὶ ἐμπλακείς D.S. 19.2

; εἴς τινα Vett. Val.118.4; of troops, to be incorporated with hoplites, Ascl. Tact.6.1; but also

ἐμπλεκέντες τινί

having had a scuffle with . .,

PTeb.39.17

(ii B.C.).
2 metaph., weave by subtle art,

ἐ. αἰνίγματα A.Pr.610

;

ἐ. πλοκάς E.IA936

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐμπλέκω — plait pres subj act 1st sg ἐμπλέκω plait pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπλέκω — εμπλέκω, ενέπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμπλέκω — (AM ἐμπλέκω) 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνδυάζω στενά 2. κάνω κάποιον να αναμιχθεί σε κάτι, συνήθως δυσάρεστο ή επικίνδυνο («τόν ενέπλεξε σε περιπέτειες», «τούς έκανε να εμπλακούν σε διαμάχες κ.λπ.») νεοελλ. εμπλέκομαι βρίσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • εμπλέκω — βλ. μπλέκω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπεπλεγμένα — ἐμπλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐμπεπλεγμένᾱ , ἐμπλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐμπεπλεγμένᾱ , ἐμπλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνιπλέξω — ἐμπλέκω plait aor subj act 1st sg ἐμπλέκω plait fut ind act 1st sg ἐμπλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεπλεγμέναι — ἐμπλέκω plait perf part mp fem nom/voc pl ἐμπεπλεγμένᾱͅ , ἐμπλέκω plait perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεπλεγμένον — ἐμπλέκω plait perf part mp masc acc sg ἐμπλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεπλεγμένων — ἐμπλέκω plait perf part mp fem gen pl ἐμπλέκω plait perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλακέντα — ἐμπλέκω plait aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐμπλέκω plait aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπλακέντων — ἐμπλέκω plait aor part pass masc/neut gen pl ἐμπλέκω plait aor imperat pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”